- εύφραστος
- εὔφραστος, -ον (Α)1. ευκολοπρόφερτος, και κατ' επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῑ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.)2. σαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. ά-φραστος, πολύ-φραστος].
Dictionary of Greek. 2013.